- πλατινοτυπία
- η, Ν(φωτογρ.) μέθοδος εκτύπωσης φωτογραφιών κατά την οποία, σε αντιδιαστολή προς τη συνήθη μέθοδο χρήσης αλάτων αργύρου, χρησιμοποιούνται άλατα λευκοχρύσου, πλατίνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. platinotype < platina + type (< τύπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.